Uppenbar på grekiska
Översättning: uppenbar, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
προφανής, εμφανής, κάμπος, πεδιάδα, φανερός, σκέτος, σκέτο, εναργής, έκδηλος, φαινομενικός, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: uppenbar
uppenbar a t, uppenbar antonymer, uppenbar engelska, uppenbar felskrivning lou, uppenbar grammatik, uppenbar språkordbok grekiska, uppenbar på grekiska
Översättningar
- uppehåll på grekiska - αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, σηκός, διακοπή, παύση, σταματώ, ...
- uppehålla på grekiska - βοήθεια, υποστήριγμα, στήριγμα, καθυστέρηση, συμπαράσταση, κατοικώ, παραμονής, ...
- uppfatta på grekiska - πιάνω, σφίγγω, συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνονται, αντιληφθεί, θεωρούν, ...
- uppfattning på grekiska - γνώμη, γνωμάτευση, άποψη, θέα, ενόψει, όψη, προβολή
Slumpa ord
Uppenbar på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: προφανής, εμφανής, κάμπος, πεδιάδα, φανερός, σκέτος, σκέτο, εναργής, έκδηλος, φαινομενικός, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Översättningar: προφανής, εμφανής, κάμπος, πεδιάδα, φανερός, σκέτος, σκέτο, εναργής, έκδηλος, φαινομενικός, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές