Uppgift på grekiska
Översättning: uppgift, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αποστολή, εργασία, ανάθεση, λειτουργώ, λειτουργία, δεξίωση, δουλεύω, καθήκον, αγγαρεία, εργάζομαι, δουλειά, έργο, αποστολής
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: uppgift
uppgift annat fordon, uppgift antonymer, uppgift engelska, uppgift för försvarsadvokat, uppgift grammatik, uppgift språkordbok grekiska, uppgift på grekiska
Översättningar
- uppföra på grekiska - ανεγείρω, σηκώνω, μπόι, ανάστημα, ορθώνω, ανατρέφω, αναστηλώνω, ...
- uppförande på grekiska - φέρσιμο, συμπεριφορά, διαγωγή, διεξάγω, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, ...
- upphetsning på grekiska - φασαρία, διέγερση, διέγερσης, διεγέρσεως, εγρήγορσης, τη διέγερση
- upphov på grekiska - αρχή, έναρξη, πηγή, ρίζα, προέλευση, αύξηση, αυξηθεί, ...
Slumpa ord
Uppgift på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αποστολή, εργασία, ανάθεση, λειτουργώ, λειτουργία, δεξίωση, δουλεύω, καθήκον, αγγαρεία, εργάζομαι, δουλειά, έργο, αποστολής
Översättningar: αποστολή, εργασία, ανάθεση, λειτουργώ, λειτουργία, δεξίωση, δουλεύω, καθήκον, αγγαρεία, εργάζομαι, δουλειά, έργο, αποστολής