Utnyttjande på grekiska
Översättning: utnyttjande, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
άσκηση, χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: utnyttjande
sexuellt utnyttjande, utnyttjande antonymer, utnyttjande av arbetskraft, utnyttjande av barn, utnyttjande av barn för sexuell posering, utnyttjande språkordbok grekiska, utnyttjande på grekiska
Översättningar
- utmärkelse på grekiska - βραβείο, Award, ανάθεσης, Ανάθεση, Βραβείου
- utnyttja på grekiska - αξιοποιώ, όφελος, Διαθ, εκμεταλλευτεί, avail, ματαίως
- utnämna på grekiska - προτείνω, διορίζω, ορίζω, διορίζει, διορίσει, διορίζουν, ορίσει, ...
- utom på grekiska - εκτός, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση
Slumpa ord
Utnyttjande på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: άσκηση, χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Översättningar: άσκηση, χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση