Vält på grekiska
Översättning: vält, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
μπικουτί, κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, ρολό, κυλίνδρων
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: vält
vält antonymer, vält dynapac, vält engelska, vält grammatik, vält gräsmatta, vält språkordbok grekiska, vält på grekiska
Översättningar
- välsignelse på grekiska - ευλογία, Ευλογίας, την ευλογία, η ευλογία, Αγιασμός
- välstånd på grekiska - αφθονία, ευημερία, πλούτος, ευημερίας, την ευημερία, της ευημερίας, η ευημερία
- välta på grekiska - αναστατώνω, ταραγμένος, ανατροπής, ανατροπή, rollover, περίπτωση ανατροπής, μετακύλιση
- välvilja på grekiska - καλοσύνη, φιλανθρωπία, στη γενναιοδωρία, καλοκαγαθία, στην γενναιοδωρία
Slumpa ord
Vält på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: μπικουτί, κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, ρολό, κυλίνδρων
Översättningar: μπικουτί, κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, ρολό, κυλίνδρων