Växel på grekiska

Översättning: växel, Ordbok: svenska » grekiska

Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αλλάζω, παραλλάζω, μετατροπή, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, παραλλαγή, γρανάζι, εργαλείων, εργαλεία, ταχυτήτων, μετάδοσης
Växel på grekiska
Relaterade ord
Andra språk

Relaterade ord: växel

3 växel, huddinge sjukhus, huddinge sjukhus växel, jobbmobil växel, karolinska växel, växel språkordbok grekiska, växel på grekiska

Översättningar

  • väva på grekiska - υφαίνω, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
  • växa på grekiska - αυξάνομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
  • växla på grekiska - τροποποίηση, παραλλαγή, αλλάζω, διαφωνία, μεταβολή, λογομαχία, ανταλλάσσω, ...
  • växt på grekiska - φυτό, όγκος, εργοστάσιο, φυτεύω, ανάπτυξη, λαχανικό, φυτών, ...
Slumpa ord
Växel på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αλλάζω, παραλλάζω, μετατροπή, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, παραλλαγή, γρανάζι, εργαλείων, εργαλεία, ταχυτήτων, μετάδοσης