Verksamhet på grekiska
Översättning: verksamhet, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αγωγή, δράση, δραστηριότητα, επενέργεια, διάβημα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: verksamhet
daglig verksamhet, daglig verksamhet lss, förordning, förordning miljöfarlig verksamhet, kommunal verksamhet, verksamhet språkordbok grekiska, verksamhet på grekiska
Översättningar
- verklighet på grekiska - πραγματικότητα, Πραγματικότητας, Reality, Η πραγματικότητα, την πραγματικότητα
- verksam på grekiska - ακμαίος, αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, ενεργός, ενεργό, δραστική, ...
- verkstad på grekiska - προδίδω, ατελιέ, μαγαζί, ψωνίζω, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, ...
- verktyg på grekiska - εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
Slumpa ord
Verksamhet på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αγωγή, δράση, δραστηριότητα, επενέργεια, διάβημα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων
Översättningar: αγωγή, δράση, δραστηριότητα, επενέργεια, διάβημα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων