Vidlyftig på grekiska
Översättning: vidlyftig, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
φαρδύς, απέραντος, περιεκτικός, τεράστιος, πλατύς, εκτεταμένος, πλήρης, διεξοδικός, ασυνάρτητος, παρεκβατικός, παρεκβατική, παρεκβατικό, λόγου
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: vidlyftig
sexuellt vidlyftig, vidlyftig antonymer, vidlyftig definition, vidlyftig engelska, vidlyftig grammatik, vidlyftig språkordbok grekiska, vidlyftig på grekiska
Översättningar
- vidga på grekiska - φαρδαίνω, διευρύνω, πλαταίνω, μεγεθύνω, γενικεύσουμε, γενικεύουμε, γενικεύσει, ...
- vidhäftningsförmåga på grekiska - προσκόλληση, εμμονή, Πρόσφυση, πρόσφυσης, Η προσκόλληση, Η πρόσφυση
- vidrig på grekiska - βρόμικος, απαίσιος, ανέντιμος, αποκρουστικός, απεχθής, αντιπαθητικός, αντιπαθητικό, ...
- vidröra på grekiska - αγγίζω, πινελιά, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
Slumpa ord
Vidlyftig på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: φαρδύς, απέραντος, περιεκτικός, τεράστιος, πλατύς, εκτεταμένος, πλήρης, διεξοδικός, ασυνάρτητος, παρεκβατικός, παρεκβατική, παρεκβατικό, λόγου
Översättningar: φαρδύς, απέραντος, περιεκτικός, τεράστιος, πλατύς, εκτεταμένος, πλήρης, διεξοδικός, ασυνάρτητος, παρεκβατικός, παρεκβατική, παρεκβατικό, λόγου