Visshet på grekiska
Översättning: visshet, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
διαβεβαίωση, σιγουριά, εγγύηση, βεβαιότητα, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Andra språk
Relaterade ord: visshet
ovisshet wiki, praktisk visshet, saliga visshet, visshet antonymer, visshet betydelse, visshet språkordbok grekiska, visshet på grekiska
Översättningar
- visning på grekiska - εμφαίνω, παράσταση, δείχνω, επίδειξη, οθόνη, οθόνης, απεικόνιση, ...
- viss på grekiska - σίγουρος, βέβαιος, μερικοί, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα
- vissna på grekiska - ξεθωριάζω, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, σβήσει
- visst på grekiska - ασφαλώς, βέβαια, βέβαιος, σίγουρα, βεβαίως, σίγουρος, συγκεκριμένος, ...
Slumpa ord
Visshet på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: διαβεβαίωση, σιγουριά, εγγύηση, βεβαιότητα, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Översättningar: διαβεβαίωση, σιγουριά, εγγύηση, βεβαιότητα, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των