Intimní v grščini
Prevod: intimní, Slovar: slovenščina » grščina
Izvirni jezik:
slovenščina
Ciljni jezik:
grščina
Prevodi:
στενός, οικείος, ενδόμυχος, Intimate, Οικεία, Ευαίσθητη, Οικείο
Drugi jeziki
Povezane besede: intimní
intimní hygiena pro ženy, intimní past, intimní historie, intimní hygiena pro muže, intimní divadlo bláhové dáši, intimní jezikovni slovar grščina, intimní v grščini
Prevodi
- interval v grščini - διάλειμμα, διάστημα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
- intimnost v grščini - οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
- intravenózní v grščini - ενδοφλεβίως, Ενδοφλέβια, Η ενδοφλέβια, την ενδοφλέβια, από ενδοφλέβια
- intuitivní v grščini - διαισθητικός, Διαισθητική, Διαισθητικά, Έξυπνο, Έξυπνη, διαισθητικό
Naključne besede
Intimní v grščini - Slovar: slovenščina » grščina
Prevodi: στενός, οικείος, ενδόμυχος, Intimate, Οικεία, Ευαίσθητη, Οικείο
Prevodi: στενός, οικείος, ενδόμυχος, Intimate, Οικεία, Ευαίσθητη, Οικείο