Poučevati v grščini
Prevod: poučevati, Slovar: slovenščina » grščina
Izvirni jezik:
slovenščina
Ciljni jezik:
grščina
Prevodi:
για να διδάξουν, να διδάξουν, για να διδάξει, να διδάξει, να διδάσκουν
Drugi jeziki
Povezane besede: poučevati
poučevati slovar, kako poučevati, poučevati jezikovni slovar grščina, poučevati v grščini
Prevodi
- pouliční v grščini - οδός, δρόμος
- poučení v grščini - χειραγωγία, καθοδήγηση, διδακτικός, κατατοπιστικός, διδακτικό, διδακτική, διδακτικές
- poučit v grščini - διαφωτίζω, διδάσκω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
- použít v grščini - χρησιμοποιώ, βάζω, αιτούμαι, εφαρμόζω, χρήση, Použití
Naključne besede
Poučevati v grščini - Slovar: slovenščina » grščina
Prevodi: για να διδάξουν, να διδάξουν, για να διδάξει, να διδάξει, να διδάσκουν
Prevodi: για να διδάξουν, να διδάξουν, για να διδάξει, να διδάξει, να διδάσκουν