Donucovací po grécky
Preklad: donucovací, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
παθολογικός, καταναγκασμού, αναγκαστικών, καταναγκαστικά, καταναγκαστική, αναγκαστικά
Súvisiace pojmy
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: donucovací
donucovací antonymá, donucovací gramatika, donucovací křížovka, donucovací orgány, donucovací pracovna, donucovací jazykový slovník gréčtina, donucovací po grécky
Preklady
- domácnosť po grécky - οικιακός, σπίτι, ίδρυση, οικογένεια, σπιτικό, Αρχική σελίδα, το σπίτι, ...
- doména po grécky - σφαίρα, κυριαρχία, αρμοδιότητα, περιοχή, κτήση, τομέας, τομέα, ...
- donucovať po grécky - εξαναγκάζω, βία, δύναμη, συστροφή, στρίψιμο, συστροφής, twist, ...
- dopad po grécky - ορμή, κρούση, επίδραση, σύγκρουση, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, ...
Náhodné slová
Donucovací po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: παθολογικός, καταναγκασμού, αναγκαστικών, καταναγκαστικά, καταναγκαστική, αναγκαστικά
Preklady: παθολογικός, καταναγκασμού, αναγκαστικών, καταναγκαστικά, καταναγκαστική, αναγκαστικά