Handrkovať po grécky
Preklad: handrkovať, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: handrkovať
handrkovať antonymá, handrkovať gramatika, handrkovať křížovka, handrkovať sa, handrkovať synonymum, handrkovať jazykový slovník gréčtina, handrkovať po grécky
Preklady
- handicap po grécky - αναπηρία, ανικανότητα, μειονέκτημα, χάντικαπ, μειονεκτήματος, αναπηρίας
- handicapovaný po grécky - ανάπηρος, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με ειδικές, ειδικές ανάγκες, με ειδικές ανάγκες, μειονεκτούντων
- hanebný po grécky - διαβόητος, επονείδιστος, επαίσχυντος, ντροπή, επαίσχυντη, επαίσχυντο, επαίσχυντες
- hangár po grécky - υπόστεγο για αεροπλάνα, υπόστεγο, υπόστεγου, υποστέγου, υπόστεγο αεροσκαφών
Náhodné slová
Handrkovať po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει
Preklady: παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει