Naočkovať po grécky
Preklad: naočkovať, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
εμβολιάζονται, εμβολιάστηκαν, εμβολιάζεται, εμβολιάστηκε, εμβολιάσθηκε
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: naočkovať
naočkovať antonymá, naočkovať gramatika, naočkovať křížovka, naočkovať synonymum, naočkovať význam, naočkovať jazykový slovník gréčtina, naočkovať po grécky
Preklady
- naopak po grécky - αντιστροφή, αντιστρόφως, αντίστροφα, αντίθετα, αντιθέτως
- naozaj po grécky - απολύτως, πράγματι, αλήθεια, τελείως, γεγονός
- napevno po grécky - σταθερά, ακράδαντα, σφικτά, σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, ...
- naplno po grécky - πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη
Náhodné slová
Naočkovať po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: εμβολιάζονται, εμβολιάστηκαν, εμβολιάζεται, εμβολιάστηκε, εμβολιάσθηκε
Preklady: εμβολιάζονται, εμβολιάστηκαν, εμβολιάζεται, εμβολιάστηκε, εμβολιάσθηκε