Odporoval po grécky
Preklad: odporoval, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
αντιμετωπιστεί, αντιμετωπιστούν, αντιμετωπίζεται, αντιμετωπισθεί, καταπολεμηθεί
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: odporoval
odporoval antonymá, odporoval gramatika, odporoval křížovka, odporoval synonymum, odporoval význam, odporoval jazykový slovník gréčtina, odporoval po grécky
Preklady
- odpornosť po grécky - απέχθεια
- odporný po grécky - επαναστατικός, απωθητικός, πικρόχολος, αντιπαθητικός, βδελυρός, αποτροπιαστικός, απαίσιος, ...
- odporový po grécky - αντοχή, αντίσταση, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
- odpovedať po grécky - απαντώ, απάντηση, απαντήσει, απαντήσουν, απαντήσετε, απαντήσω
Náhodné slová
Odporoval po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: αντιμετωπιστεί, αντιμετωπιστούν, αντιμετωπίζεται, αντιμετωπισθεί, καταπολεμηθεί
Preklady: αντιμετωπιστεί, αντιμετωπιστούν, αντιμετωπίζεται, αντιμετωπισθεί, καταπολεμηθεί