Olovo po grécky

Preklad: olovo, Slovník: slovenčina » gréčtina

Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Olovo po grécky
Súvisiace pojmy
Ostatné jazyky

Súvisiace pojmy: olovo

olovo antonymá, olovo cena, olovo cena za kg, olovo gramatika, olovo hustota, olovo jazykový slovník gréčtina, olovo po grécky

Preklady

  • olovnica po grécky - σταθμίζω, βολίδα, πέφτουν κατακόρυφα, κατρακυλούν, κατακόρυφη πτώση της, με κατακόρυφη πτώση
  • olovnice po grécky - σταθμίζω, αναπηδώ, βολίδα, πέφτουν κατακόρυφα, κατρακυλούν, πέσει κατακόρυφα, κατακόρυφη πτώση
  • omeleta po grécky - ομελέτα, τηγανίτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με
  • omrvinka po grécky - ψίχουλο, ψίχα, ψίχας, ψίχουλου, της ψίχας
Náhodné slová
Olovo po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί