Povýšení po grécky
Preklad: povýšení, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
ανάβαση, ανύψωση, ύψωση, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, προβολή, προώθησης, την προώθηση
Súvisiace pojmy
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: povýšení
povýšení (2008) csfd, povýšení a zkušební doba, povýšení antonymá, povýšení biskupství na arcibiskupství, povýšení do hodnosti generála, povýšení jazykový slovník gréčtina, povýšení po grécky
Preklady
- povznesený po grécky - μεταρσιωμένος, συνεπαρμένος, elated, συνεπαρμένοι, ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένοι
- povýšenec po grécky - νεόπλουτος, τυχάρπαστο, νεόπλουτο, τυχάρπαστη, upstart
- povýšený po grécky - αλαζονικός, υπεροπτικός, ψηλός, υπερόπτης, αλαζόνας, προωθείται, προωθούνται, ...
- pozadu po grécky - πίσω, πίσω από, όπισθεν
Náhodné slová
Povýšení po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: ανάβαση, ανύψωση, ύψωση, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, προβολή, προώθησης, την προώθηση
Preklady: ανάβαση, ανύψωση, ύψωση, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, προβολή, προώθησης, την προώθηση