Prerušovaný po grécky
Preklad: prerušovaný, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: prerušovaný
prerušovaný antonymá, prerušovaný gramatika, prerušovaný křížovka, prerušovaný pôst, prerušovaný rez, prerušovaný jazykový slovník gréčtina, prerušovaný po grécky
Preklady
- prepracovať po grécky - αναδιατύπωση, αναδιατυπωθεί, αναδιατύπωσης, αναδιατυπωθούν, αναδιατύπωση της
- prerušiť po grécky - διάλειμμα, σπάζω, διακόπτω, διάλλειμα, αντεπίθεση, διαμονή, παραμονή, ...
- presne po grécky - ακριβώς, μόλις, δίκαιος, επακριβώς, ακρίβεια, ακριβώς το, με ακρίβεια
- presný po grécky - ακριβολόγος, ακριβής, συγκεκριμένος, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές
Náhodné slová
Prerušovaný po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον
Preklady: διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον