Rozšíriť po grécky
Preklad: rozšíriť, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
εκτείνομαι, επεκτείνω, εκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: rozšíriť
rozšíriť antonymá, rozšíriť gramatika, rozšíriť křížovka, rozšíriť synonymum, rozšíriť význam, rozšíriť jazykový slovník gréčtina, rozšíriť po grécky
Preklady
- rozširovať po grécky - διασπείρω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
- rozšírení po grécky - διαστολή, επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης, προέκταση
- rozťahovať po grécky - επέκταση, διαδίδω, φουντώνω, απλώνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, ...
- ročenka po grécky - καζαμίας, ετήσιος, ετήσιο ημερολόγιο, επετηρίδα, Yearbook, επετηρίδα της, Επετηρίδας
Náhodné slová
Rozšíriť po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: εκτείνομαι, επεκτείνω, εκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Preklady: εκτείνομαι, επεκτείνω, εκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί