Uzurpovať po grécky
Preklad: uzurpovať, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
Súvisiace pojmy
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: uzurpovať
uzurpovať antonymá, uzurpovať gramatika, uzurpovať křížovka, uzurpovať moc, uzurpovať si, uzurpovať jazykový slovník gréčtina, uzurpovať po grécky
Preklady
- uzlík po grécky - μικρός κόμβος, οζίδιο, οζιδίου, όζος, οζιδίων
- uznávaný po grécky - ευυπόληπτος, ονομαστός, τίμιος, αναγνωρισμένος, αναγνωρίζονται, αναγνωρίζεται, αναγνωριστεί, ...
- učebnice po grécky - βιβλίο, εγχειρίδιο, βιβλίου, εγχειριδίου, εγχειριδίων
- učenec po grécky - λόγιος, Μελετητής, μελετητή, υπότροφος, λόγιο
Náhodné slová
Uzurpovať po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
Preklady: σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται