Vnucovať po grécky
Preklad: vnucovať, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
επεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: vnucovať
vnucovať antonymá, vnucovať gramatika, vnucovať křížovka, vnucovať sa, vnucovať synonymum, vnucovať jazykový slovník gréčtina, vnucovať po grécky
Preklady
- vnadidlo po grécky - δόλωμα, κράχτης, άγκιστρο, αγκίστρι
- vnadná po grécky - ηδονικός, voluptuous, απολαυστικότερα, αισθησιακά, αισθησιακές
- vnímavý po grécky - ευεπηρέαστος, ανταποκρινόμενος, δεκτικός, δεκτικοί, δεκτικό, δεκτική, επιδεκτικά
- vnútri po grécky - σε, μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
Náhodné slová
Vnucovať po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: επεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν
Preklady: επεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν