Vyrušení po grécky
Preklad: vyrušení, Slovník: slovenčina » gréčtina
Zdrojový jazyk:
slovenčina
Cieľový jazyk:
gréčtina
Preklady:
αναψυχή, διακοπή, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Súvisiace pojmy
Ostatné jazyky
Súvisiace pojmy: vyrušení
rušení magnetického pole, vyrušení antonymá, vyrušení gramatika, vyrušení imobilizéru, vyrušení křížovka, vyrušení jazykový slovník gréčtina, vyrušení po grécky
Preklady
- vyrovnaní po grécky - οικισμός, κάθαρση, εκκαθάρισης, εκκαθάριση, κάθαρσης, σουτ
- vyrovnaný po grécky - ατάραχος, γαλήνιος, επίπεδο, επιπέδου, το επίπεδο, επίπεδα
- vyrušený po grécky - διαταραγμένη, διαταραγμένος, διαταραχθεί, διαταραγμένο, διαταράσσεται
- vyrušovať po grécky - παρενοχλώ, ενοχλώ, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Náhodné slová
Vyrušení po grécky - Slovník: slovenčina » gréčtina
Preklady: αναψυχή, διακοπή, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Preklady: αναψυχή, διακοπή, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της