yunanca Şişman
Çeviri: şişman, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
τροφαντός, παχύσαρκος, εύσαρκος, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Benzer kelimeler
Diğer Diller
Benzer kelimeler: şişman
şişman kadın, şişman sikişi, yaralı şişman, şişman sevgilim, şişman por, şişman dil sözlüğü yunanca, yunanca şişman
Çeviriler
- yunanca şişe - εμφιαλώνω, μπουκάλι, φιάλη, φιάλης, φιαλών, φιαλίδιο
- yunanca şişirmek - φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
- yunanca şoför - σοφέρ, οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
- yunanca şu - εκείνος, που, ότι ένα, ότι μία, ότι ένας, ότι μια, ότι κάποιος
Rastgele kelime
yunanca Şişman - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: τροφαντός, παχύσαρκος, εύσαρκος, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Çeviriler: τροφαντός, παχύσαρκος, εύσαρκος, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος