yunanca Boynuzlu
Çeviri: boynuzlu, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
αυτός που έχει κέρατα, κέρατα, κερασφόρου, κερασφόρο, κερασφόρα
Diğer Diller
Benzer kelimeler: boynuzlu
boynuzlu hayvanlar, boynuzlu kadın, boynuzlu balina, boynuzlu at oyunu, boynuzlu gayda, boynuzlu dil sözlüğü yunanca, yunanca boynuzlu
Çeviriler
- yunanca boylam - απόγειο, γεωγραφικό μήκος, γεωγραφικού μήκους, μήκος, μήκους, γεωγραφικού
- yunanca boynuz - σάλπιγγα, κόρνα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος
- yunanca boyun - λαιμός, σβέρκος, αυχένας, λαιμό, λαιμού, αυχένα, το λαιμό
- yunanca boyunbağı - δένω, γραβάτα, λαιμοδέτης, λαιμοδεσμός, neckwear, κασκόλ
Rastgele kelime
yunanca Boynuzlu - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: αυτός που έχει κέρατα, κέρατα, κερασφόρου, κερασφόρο, κερασφόρα
Çeviriler: αυτός που έχει κέρατα, κέρατα, κερασφόρου, κερασφόρο, κερασφόρα