yunanca Donuk
Çeviri: donuk, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
ανίσχυρος, ασθενικός, αμυδρός, αδύναμος, μουντός, βαρετός, λιποθυμώ, μουχρός, πληκτικός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Benzer kelimeler
Diğer Diller
Benzer kelimeler: donuk
donuk omuz, donuk zeka, donuk omuz nedir, donuk aşk, donuk ürünler, donuk dil sözlüğü yunanca, yunanca donuk
Çeviriler
- yunanca dondurma - πάγος, παγωτό, παγωτού, παγωτά, το παγωτό, παγωτών
- yunanca donmak - πήζω, πηγνύομαι, πηγνύω, παγώνω, συσωματώνονται
- yunanca doruk - αποκορύφωμα, ακμή, στέμμα, ρεγάλο, ανύψωση, κορώνα, κορυφή, ...
- yunanca dost - φίλη, φίλοι, φίλος, φίλο, φίλου, ο φίλος
Rastgele kelime
yunanca Donuk - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: ανίσχυρος, ασθενικός, αμυδρός, αδύναμος, μουντός, βαρετός, λιποθυμώ, μουχρός, πληκτικός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Çeviriler: ανίσχυρος, ασθενικός, αμυδρός, αδύναμος, μουντός, βαρετός, λιποθυμώ, μουχρός, πληκτικός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή