yunanca Emmek
Çeviri: emmek, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
γλείφω, ρουφώ, απορροφώ, θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Benzer kelimeler
Diğer Diller
Benzer kelimeler: emmek
emmek tumblr, emmek istemeyen bebek için dua, emmek istemeyen bebek, emmek ingilizce, emmek ingilizce ne demek, emmek dil sözlüğü yunanca, yunanca emmek
Çeviriler
- yunanca emin - ασφαλής, σίγουρα, σίγουρος, ασφαλώς, ασφαλίζω, βέβαια, εδραιώνω, ...
- yunanca emir - παραγγέλλω, απόπειρα, κατεύθυνση, ορθογραφία, υπαγορεύω, ρύθμιση, προσταγή, ...
- yunanca emniyet - αντίκρισμα, ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
- yunanca emniyetsiz - ανασφαλής, επισφαλής, μη ασφαλή, μη ασφαλών, μη ασφαλείς, ανασφαλείς
Rastgele kelime
yunanca Emmek - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: γλείφω, ρουφώ, απορροφώ, θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Çeviriler: γλείφω, ρουφώ, απορροφώ, θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το