yunanca Geniş
Çeviri: geniş, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
εκτεταμένος, ευρύχωρος, πλατύς, διεξοδικός, φαρδύς, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο
Diğer Diller
Benzer kelimeler: geniş
geniş aile oyuncuları, geniş aile, geniş yapraklı ağaçlar, geniş ekran, geniş zaman, geniş dil sözlüğü yunanca, yunanca geniş
Çeviriler
- yunanca genel - στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
- yunanca genelleştirme - γενίκευση, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
- yunanca genişleme - έκταση, προέκταση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
- yunanca genişletmek - διαστέλλω, διευρύνω, μεγεθύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, πλαταίνω, φουσκώνω, ...
Rastgele kelime
yunanca Geniş - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: εκτεταμένος, ευρύχωρος, πλατύς, διεξοδικός, φαρδύς, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο
Çeviriler: εκτεταμένος, ευρύχωρος, πλατύς, διεξοδικός, φαρδύς, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο