yunanca Genişletmek
Çeviri: genişletmek, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
διαστέλλω, διευρύνω, μεγεθύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, πλαταίνω, φουσκώνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Benzer kelimeler
Diğer Diller
Benzer kelimeler: genişletmek
genişletmek eş anlamlısı, genişletmek nedir, omuzu genişletmek, kolları genişletmek, genişletmek ingilizce, genişletmek dil sözlüğü yunanca, yunanca genişletmek
Çeviriler
- yunanca geniş - εκτεταμένος, ευρύχωρος, πλατύς, διεξοδικός, φαρδύς, ευρύ, ευρεία, ...
- yunanca genişleme - έκταση, προέκταση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
- yunanca genişlik - φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
- yunanca genç - νέος, ανώριμος, άγονος, νεανικός, στείρος, μικρός, εφηβικός, ...
Rastgele kelime
yunanca Genişletmek - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: διαστέλλω, διευρύνω, μεγεθύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, πλαταίνω, φουσκώνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Çeviriler: διαστέλλω, διευρύνω, μεγεθύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, πλαταίνω, φουσκώνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί