yunanca Yetişmek
Çeviri: yetişmek, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
κατασκευάζω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατορθώνω, απολαβή, κάνω, επιτυγχάνω, φτάνω, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά
Benzer kelimeler
Diğer Diller
Benzer kelimeler: yetişmek
yetişmek ingilizce, yetişmek ne demek, yetişmek sözlük anlamı, yetişmek üzere eleman, yetişmek için menzile, yetişmek dil sözlüğü yunanca, yunanca yetişmek
Çeviriler
- yunanca yetim - ορφανός, ορφανό, ορφανού, ορφανά, ορφανών, τα ορφανά
- yunanca yetişkin - ενήλικας, ενήλικος, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, μεγάλωσαν
- yunanca yetiştirmek - αυξάνομαι, εκπαιδεύω, μεγαλώνω, μορφώνω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, ...
- yunanca yetki - εξουσία, αρμοδιότητα, αυθεντία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, ...
Rastgele kelime
yunanca Yetişmek - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: κατασκευάζω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατορθώνω, απολαβή, κάνω, επιτυγχάνω, φτάνω, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά
Çeviriler: κατασκευάζω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατορθώνω, απολαβή, κάνω, επιτυγχάνω, φτάνω, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά