Авізувати грецькою
Переклад: авізувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συμβουλή, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: авізувати
авізувати мовний словник грецька, авізувати грецькою
Переклади
- авіаційний грецькою - αεροπορία, αεροσκάφος, αέρας, αέρα, του αέρα, αεροπορικών, αέρος
- авіація грецькою - αεροπορία, αεροσκάφος, αεροπορίας, αερομεταφορών, των αερομεταφορών, αεροπορικών μεταφορών
- агат грецькою - αχάτη, αχάτης, agate, από αχάτη
- агент грецькою - συντελεστής, παράγοντας, χρηματομεσίτης, μεσίτης, αγγελιοφόρος, παράγων, αντιπρόσωπος, ...
Випадкові слова
Авізувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συμβουλή, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Переклади: συμβουλή, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε