Агломерат грецькою
Переклад: агломерат, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
Інші мови
Споріднені слова: агломерат
агломерат куплю, агломерат пробковый, агломерат цена киев, агломерат кварца, агломерат santa margherita, агломерат мовний словник грецька, агломерат грецькою
Переклади
- агент грецькою - συντελεστής, παράγοντας, χρηματομεσίτης, μεσίτης, αγγελιοφόρος, παράγων, αντιπρόσωπος, ...
- агентський грецькою - πράκτορας, μεσίτης, παράγων, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, ...
- агломерація грецькою - συσσώρευση, συσσωμάτωση, οικισμό, συσσωμάτωσης, οικισμού
- аглютинація грецькою - συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, συσσωμάτωσης, συσσωματώσεως
Випадкові слова
Агломерат грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
Переклади: συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος