Ад'юнкт грецькою
Переклад: ад'юнкт, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συμπλήρωμα, αναπληρωτής, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: ад'юнкт
ад'юнкт-профессор, ад'юнкт вікіпедія, ад'юнкт це, ад'юнкт мовний словник грецька, ад'юнкт грецькою
Переклади
- агрономічний грецькою - γεωπονικές, γεωπονική, αγρονομικό, αγρονομικών, αγρονομικές
- агітатор грецькою - ταραχοποιός, αναδευτήρα, ανάδευσης, αναδευτήρας, συσκευής ανάδευσης
- ад'ютант грецькою - υπασπιστής, βοηθός, βοηθό, aide, βοηθός του, συνεργάτης
- адаптер грецькою - προσαρμογέας, προσαρμογέα, μετασχηματιστή, του προσαρμογέα, προσαρμοστή
Випадкові слова
Ад'юнкт грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συμπλήρωμα, αναπληρωτής, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό
Переклади: συμπλήρωμα, αναπληρωτής, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό