Алюр грецькою
Переклад: алюр, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διάβημα, βήμα, βηματίζω, βάδισμα, βάδισης, της βάδισης, βηματισμός, στο βάδισμα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: алюр
алюр вк, алюр фотогалерея, алюр хмельницький, аллюр луганск, алюр тернопіль фотографії, алюр мовний словник грецька, алюр грецькою
Переклади
- альтруїстичний грецькою - αλτρουιστικός, αλτρουιστική, αλτρουιστικά, αλτρουιστικό, αλτρουιστικής
- алювіальний грецькою - επιφανειακός, επιπόλαιος, προσχωματικός, προσχωσιγενή, αλλουβιακές, προσχωσιγενείς, προσχωσιγενών
- алібі грецькою - άλλοθι, το άλλοθι, δικαιολογία, άλλοθι για
- алітерація грецькою - παρήχηση, παιχνίδια παρήχησης, παρήχησης, παιχνίδια παρήχησης με, παιχνίδια παρήχησης με το
Випадкові слова
Алюр грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διάβημα, βήμα, βηματίζω, βάδισμα, βάδισης, της βάδισης, βηματισμός, στο βάδισμα
Переклади: διάβημα, βήμα, βηματίζω, βάδισμα, βάδισης, της βάδισης, βηματισμός, στο βάδισμα