Амортизатор грецькою
Переклад: амортизатор, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
προφυλακτήρας, αμορτισέρ, απορρόφησης κραδασμών, μέσο απορρόφησης κραδασμών, αποσβεστήρα, αποσβεστήρα κραδασμών
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: амортизатор
амортизатор каяба, амортизатор на велосипед, амортизатор монро отзывы, амортизатор агат, амортизатор рулевой рейки, амортизатор мовний словник грецька, амортизатор грецькою
Переклади
- аморальний грецькою - λειχήνες, ανήθικος, ανήθικο, ανήθικη, ανήθικες, ανήθικα
- аморальність грецькою - αθάνατος, ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας
- амортизація грецькою - αποσβέσεων, απόσβεση, αποσβέσεις, απόσβεσης, εξόφλησης
- амортизувати грецькою - απορροφώ, ξεπληρώνω με δόσεις, αποσβέσει, αποσβέσουν, αποσβέσουν τις, την απόσβεση
Випадкові слова
Амортизатор грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: προφυλακτήρας, αμορτισέρ, απορρόφησης κραδασμών, μέσο απορρόφησης κραδασμών, αποσβεστήρα, αποσβεστήρα κραδασμών
Переклади: προφυλακτήρας, αμορτισέρ, απορρόφησης κραδασμών, μέσο απορρόφησης κραδασμών, αποσβεστήρα, αποσβεστήρα κραδασμών