Апатит грецькою
Переклад: апатит, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
απατίτης, απατίτη, επικάλυψη απατίτη, με επικάλυψη απατίτη, απατίτου
Інші мови
Споріднені слова: апатит
апатит свойства, апатит значение, апатит майнкрафт, апатит кировск, апатит камень свойства, апатит мовний словник грецька, апатит грецькою
Переклади
- апарати грецькою - Συσκευές, συσκευών, Devices, Όργανα, Οι συσκευές
- апаратура грецькою - συσκευή, συσκευής, συσκευές, συσκευών, διάταξη
- апатичний грецькою - ναρκωμένος, μουδιασμένος, προσδένω, χερσότοπος, ατονώ, χαύνος, αδιάφορος, ...
- апатія грецькою - απάθεια, απάθειας, η απάθεια, την απάθεια, αδιαφορία
Випадкові слова
Апатит грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: απατίτης, απατίτη, επικάλυψη απατίτη, με επικάλυψη απατίτη, απατίτου
Переклади: απατίτης, απατίτη, επικάλυψη απατίτη, με επικάλυψη απατίτη, απατίτου