Атавістичний грецькою
Переклад: атавістичний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πατρογονικός, προγονικός, αταβιστικός, αταβιστική, αταβιστικό, αταβιστικές, αταβιστικών
Інші мови
Споріднені слова: атавістичний
атавістичний це, атавістичний рефлекс, атавістичний мовний словник грецька, атавістичний грецькою
Переклади
- ат грецькою - μπαρ, ATM, ΑΤΜ, ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρες, Μηχάνημα αυτόματης ανάληψης
- атавізм грецькою - αταβισμός, προγονισμός, προγονικότητα, προγονικότης
- атака грецькою - επιδρομή, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεση, αρχή, επίθεσης, προσβολή, ...
- атакувати грецькою - επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Випадкові слова
Атавістичний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πατρογονικός, προγονικός, αταβιστικός, αταβιστική, αταβιστικό, αταβιστικές, αταβιστικών
Переклади: πατρογονικός, προγονικός, αταβιστικός, αταβιστική, αταβιστικό, αταβιστικές, αταβιστικών