Атестат грецькою
Переклад: атестат, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πιστοποιητικό, δίπλωμα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: атестат
атестат зно 2014, атестат про неповну середню освіту, атестат 60 балів, атестат про повну загальну середню освіту, атестат зно, атестат мовний словник грецька, атестат грецькою
Переклади
- атакувати грецькою - επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
- ательє грецькою - εργαστήριο καλλιτέχνου, Atelier, ατελιέ, ατελιέ του, το Atelier
- атестація грецькою - μαρτυρία, κατάθεση, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
- атестуйте грецькою - μαρτυρώ, πιστοποιώ, βεβαιώνω, Πιστοποίηση, πιστοποιούν, Πιστοποίηση των
Випадкові слова
Атестат грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πιστοποιητικό, δίπλωμα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Переклади: πιστοποιητικό, δίπλωμα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό