Атомний грецькою
Переклад: атомний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
άτομο, ατομικός, πυρηνικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: атомний
атомний авіаносець джордж буш, атомний реактор, атомный лес ex ua, адронний колайдер, атомный взрыв, атомний мовний словник грецька, атомний грецькою
Переклади
- атомна грецькою - ατομικός, πυρηνικός, Πυρηνική, Πυρηνικής, Πυρηνικών, την πυρηνική
- атомне грецькою - ατομικός, πυρηνικός, πυρηνικών, πυρηνικής, πυρηνική, πυρηνικό
- аторней грецькою - συνήγορος, δικηγόρος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, πληρεξούσιο
- атрибут грецькою - αποδίδω, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Випадкові слова
Атомний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: άτομο, ατομικός, πυρηνικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
Переклади: άτομο, ατομικός, πυρηνικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών