Атрибут грецькою
Переклад: атрибут, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αποδίδω, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: атрибут
атрибут царского облачения 5 букв, атрибут title, атрибут rel, атрибут зимней удочки, атрибут id, атрибут мовний словник грецька, атрибут грецькою
Переклади
- атомний грецькою - άτομο, ατομικός, πυρηνικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
- аторней грецькою - συνήγορος, δικηγόρος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, πληρεξούσιο
- атрибуція грецькою - απόδοση, κατανομή, απόδοσης, ανάθεση, καταλογισμό
- атропін грецькою - ατροπίνη, ατροπίνης, η ατροπίνη, την ατροπίνη
Випадкові слова
Атрибут грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αποδίδω, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Переклади: αποδίδω, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα