Балакати грецькою
Переклад: балакати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κουβεντιάζω, κουβέντα, αναπνέω, ομιλία, μιλώ, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: балакати
балакати синоніми, балакати чи розмовляти, балакати походження, балакати перевод, слово балакати, балакати мовний словник грецька, балакати грецькою
Переклади
- балада грецькою - μπαλάντα, μπαλάντας, μπαλάντες, μπαλάντα που
- балаканина грецькою - τερετίζω, φλυαρία, φλυαρίες, φλυαρίας, τερέτισμα, chatter
- балакучий грецькою - φλύαρος, γλαφυρός, ομιλητικός, κινητός, ομιλητικοί, ομιλητικό, ομιλητική
- балакучість грецькою - αφέντης, άρχοντας, λόρδος, φλυαρώ, φλυαρία, πολυλογία, GAB, ...
Випадкові слова
Балакати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κουβεντιάζω, κουβέντα, αναπνέω, ομιλία, μιλώ, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat
Переклади: κουβεντιάζω, κουβέντα, αναπνέω, ομιλία, μιλώ, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat