Балансир грецькою
Переклад: балансир, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εξισωτής, ισοσταθμιστή, ισοσταθμιστής, equalizer, αντισταθμιστή
Інші мови
Споріднені слова: балансир
балансир игра, балансир для аккумуляторов, балансир камаз, балансир винтов, балансир камаз 6520, балансир мовний словник грецька, балансир грецькою
Переклади
- балакучий грецькою - φλύαρος, γλαφυρός, ομιλητικός, κινητός, ομιλητικοί, ομιλητικό, ομιλητική
- балакучість грецькою - αφέντης, άρχοντας, λόρδος, φλυαρώ, φλυαρία, πολυλογία, GAB, ...
- балансувати грецькою - αντίβαρο, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
- баласт грецькою - σαβούρα, έρμα, σαβουρώνω, έρματος, στραγγαλιστικού πηνίου, στραγγαλιστικό πηνίο, ballast
Випадкові слова
Балансир грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εξισωτής, ισοσταθμιστή, ισοσταθμιστής, equalizer, αντισταθμιστή
Переклади: εξισωτής, ισοσταθμιστή, ισοσταθμιστής, equalizer, αντισταθμιστή