Безрезультатний грецькою
Переклад: безрезультатний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
στείρος, άγονος, άκαρπος, αναποτελεσματική, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικό, ατελέσφορη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: безрезультатний
безрезультатний мовний словник грецька, безрезультатний грецькою
Переклади
- безпутний грецькою - ομοφυλόφιλος, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς
- безпідставний грецькою - ανυπόφορος, αφόρητη, ανυποστήρικτη, ανυπόφορη, αβάσταχτη
- безробітний грецькою - εργάτης, άνεργος, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
- безробітні грецькою - άνεργος, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
Випадкові слова
Безрезультатний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: στείρος, άγονος, άκαρπος, αναποτελεσματική, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικό, ατελέσφορη
Переклади: στείρος, άγονος, άκαρπος, αναποτελεσματική, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικό, ατελέσφορη