Безсторонній грецькою
Переклад: безсторонній, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
νεκρό, αμερόληπτος, ειλικρινής, ουδέτερος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου
Інші мови
Споріднені слова: безсторонній
безсторонній це, безсторонній суд, безсторонній мовний словник грецька, безсторонній грецькою
Переклади
- безспірно грецькою - διαμάχη, φαινόμενος, προφανές, εμφανή, εμφανής, προφανή
- безстатевий грецькою - άφυλος, ουδέτερος, sexless, άφυλα, άφυλο, χωρίς φύλο
- безсторонність грецькою - ευθυδικία, αμεροληψία, αμεροληψίας, την αμεροληψία, της αμεροληψίας, η αμεροληψία
- безстрашно грецькою - άφοβα, χωρίς φόβο, fearlessly, ατρόμητα, άφοβα την
Випадкові слова
Безсторонній грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: νεκρό, αμερόληπτος, ειλικρινής, ουδέτερος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου
Переклади: νεκρό, αμερόληπτος, ειλικρινής, ουδέτερος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου