Белькотати грецькою
Переклад: белькотати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ασυναρτησίες, φλυαρώ, κελαρύζω, φλυαρία, φλυαρίας, παρλαπίπες, φλυαρία που, και φλυαρία
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: белькотати
белькотати це, белькотати мовний словник грецька, белькотати грецькою
Переклади
- бекати грецькою - βελάζω, βέλασμα, ΒΑΑ, BAA, της BAA, η ΒΑΑ
- бекон грецькою - μπέικον, μπέϊκον, το μπέικον, το μπέϊκον
- бензин грецькою - βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
- бензиновий грецькою - βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Випадкові слова
Белькотати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ασυναρτησίες, φλυαρώ, κελαρύζω, φλυαρία, φλυαρίας, παρλαπίπες, φλυαρία που, και φλυαρία
Переклади: ασυναρτησίες, φλυαρώ, κελαρύζω, φλυαρία, φλυαρίας, παρλαπίπες, φλυαρία που, και φλυαρία