Бистрий грецькою

Переклад: бистрий, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εσπευσμένος, πτητικός, βιαστικός, νηοπομπή, στόλος, γοργός, ευκίνητος, ευκίνητο, ευκίνητα, ευκίνητη, ευκίνητες
Бистрий грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: бистрий

быстрый ужин, бистрий шашлик, бистрий село, бистрий поиск, быстрый пирог, бистрий мовний словник грецька, бистрий грецькою

Переклади

  • бинтувати грецькою - επίδεσμος, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
  • бирка грецькою - καταμετρώ, συμφωνώ, επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος
  • бистрота грецькою - επισπεύδω, ταχύτητα, τρέχω, φόρα, γοργά, γρήγορα, στερεότητα, ...
  • битва грецькою - μάχη, μάχης, αγώνα, τη μάχη, μάχη για
Випадкові слова
Бистрий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εσπευσμένος, πτητικός, βιαστικός, νηοπομπή, στόλος, γοργός, ευκίνητος, ευκίνητο, ευκίνητα, ευκίνητη, ευκίνητες