Блимання грецькою
Переклад: блимання, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
Інші мови
Споріднені слова: блимання
блимання мовний словник грецька, блимання грецькою
Переклади
- близькі грецькою - οικειότητα, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
- близькість грецькою - ομόνοια, παραγγελιοδόχος, αισχρός, φαύλος, εξευμενίζω, εγγύτητα, εγγύτητας, ...
- блимати грецькою - τρέμω, αναβοσβήνω, τρεμοπαίζω, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, ...
- блимніть грецькою - τρεμοφέγγω, μαρμαρυγή, λαμπυρίζω, αναβοσβήνει, ένδειξη αναβοσβήνει, αναβοσβήσει, αναβοσβήνει η, ...
Випадкові слова
Блимання грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
Переклади: αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει