Брутальний грецькою
Переклад: брутальний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
θηριώδης, ξετσίπωτος, αγροίκος, αδαής, κτηνώδης, τραχύς, αγενής, δριμύς, θρασύς, αναιδής, αμβλύς, στυφός, μονοκόμματος, σκληρός, άγριος, απότομος, αγενές, αγενείς, αγενή, αγένεια
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: брутальний
брутальний вікіпедія, брутальний мужчина, брутальний шева, брутальний шевченко, брутальний значення слова, брутальний мовний словник грецька, брутальний грецькою
Переклади
- брус грецькою - καδρόνι, δοκός, αχτίδα, στρογγυλεμένες, στρογγυλεμένη, στρογγυλεμένο, στρογγυλευμένο, ...
- брусок грецькою - πέτρα, λιθοβολώ, πετροβολώ, μπαρ, bar, γραμμή, ράβδο, ...
- брутально грецькою - πρόχειρα, περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, σχεδόν, κατά προσέγγιση
- брутальність грецькою - δριμύτητα, τραχύτητα, κτηνωδία, οξύτητα, στυφότητα, αγένεια, την αγένεια, ...
Випадкові слова
Брутальний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: θηριώδης, ξετσίπωτος, αγροίκος, αδαής, κτηνώδης, τραχύς, αγενής, δριμύς, θρασύς, αναιδής, αμβλύς, στυφός, μονοκόμματος, σκληρός, άγριος, απότομος, αγενές, αγενείς, αγενή, αγένεια
Переклади: θηριώδης, ξετσίπωτος, αγροίκος, αδαής, κτηνώδης, τραχύς, αγενής, δριμύς, θρασύς, αναιδής, αμβλύς, στυφός, μονοκόμματος, σκληρός, άγριος, απότομος, αγενές, αγενείς, αγενή, αγένεια