Буфет грецькою
Переклад: буфет, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εμποδίζω, παγούρι, φράζω, μπαρ, μπουφές, σερβάντα, σκευοθήκη, ντουλάπι, καντίνα, κάγκελο, ντουλάπα, ερμάριο, ντουλαπιού, ντουλάπια
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: буфет
буфет белая церковь, буфет тернопіль, буфет донецк, буфет луцьк, буфет це, буфет мовний словник грецька, буфет грецькою
Переклади
- бути грецькою - υπάρχω, είναι, να, να είναι, ήταν
- буфер грецькою - ασπίδα, ρυθμιστικό, ρυθμιστικού, ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστικού διαλύματος, buffer
- буфонада грецькою - φιέστα, βωμολοχίες, buffoonery, καραγκιοζιλίκια, τσαρλατανισμός, χονδρά αστεία
- бухгалтер грецькою - λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
Випадкові слова
Буфет грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εμποδίζω, παγούρι, φράζω, μπαρ, μπουφές, σερβάντα, σκευοθήκη, ντουλάπι, καντίνα, κάγκελο, ντουλάπα, ερμάριο, ντουλαπιού, ντουλάπια
Переклади: εμποδίζω, παγούρι, φράζω, μπαρ, μπουφές, σερβάντα, σκευοθήκη, ντουλάπι, καντίνα, κάγκελο, ντουλάπα, ερμάριο, ντουλαπιού, ντουλάπια