Бій грецькою
Переклад: бій, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αγόρι, πεδίο, διάβημα, τομέας, αγωγή, επενέργεια, μάχη, αγώνας, χωράφι, καταπολεμώ, δράση, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: бій
бій з тінню 2, бій кличко 2014, бій під волновахой, бій під крутами, бій кличко леапаї, бій мовний словник грецька, бій грецькою
Переклади
- бізнесмен грецькою - επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
- бізон грецькою - βουβάλι, βουβάλου, βουβάλια, βουβάλων, βουβαλιών
- бійка грецькою - συμπλοκή, καυγάς, σκαρφαλώνω, διαταράσσω, σύρραξη, από συμπλοκή, μια συμπλοκή, ...
- бійниця грецькою - πολεμίστρα, κενό, παραθυράκι, κενού, το κενό
Випадкові слова
Бій грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αγόρι, πεδίο, διάβημα, τομέας, αγωγή, επενέργεια, μάχη, αγώνας, χωράφι, καταπολεμώ, δράση, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα
Переклади: αγόρι, πεδίο, διάβημα, τομέας, αγωγή, επενέργεια, μάχη, αγώνας, χωράφι, καταπολεμώ, δράση, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα