Вариво грецькою
Переклад: вариво, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
βράζω, βράσιμο, ποτό, μαγειρεύω, κονσερβοποιημένα, Κονσέρβες, κονσέρβα, σε κονσέρβα, κονσερβοποιημένων
Інші мови
Споріднені слова: вариво
варево укр, вариво с кисело зеле, густо вариво, варево чи варево, худое варево, вариво мовний словник грецька, вариво грецькою
Переклади
- варварство грецькою - βαρβαρισμός, βαρβαρότητα, βαρβαρότητας, τη βαρβαρότητα, η βαρβαρότητα
- варварський грецькою - βάρβαρη, βάρβαρο, βάρβαρες, βαρβαρικές, βάρβαρης
- варикозний грецькою - εξωγκόμενος, κιρσώδης, κιρσώδεις, κιρσωδών, κιρσούς
- варити грецькою - μαγειρεύω, βράζω, βράσιμο, μάγειρας, ποτό, Cook, Κουκ, ...
Випадкові слова
Вариво грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: βράζω, βράσιμο, ποτό, μαγειρεύω, κονσερβοποιημένα, Κονσέρβες, κονσέρβα, σε κονσέρβα, κονσερβοποιημένων
Переклади: βράζω, βράσιμο, ποτό, μαγειρεύω, κονσερβοποιημένα, Κονσέρβες, κονσέρβα, σε κονσέρβα, κονσερβοποιημένων