Вдача грецькою
Переклад: вдача, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χαρακτήρας, οργή, έκθεση, σύνθεση, διάθεση, σκληραίνω, μετριάζω, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: вдача
вдача тома сойєра, вдача баннена, вдача тлумачний словник, вдача характер людини, вдача удача, вдача мовний словник грецька, вдача грецькою
Переклади
- вдаряти грецькою - μπουφές, χτυπώ, βαρώ, σουξέ, απεργία, απεργίας, άσκησης, ...
- вдатися грецькою - ηχώ, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
- вдачу грецькою - έκθεση, σύνθεση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
- вдвох грецькою - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Випадкові слова
Вдача грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χαρακτήρας, οργή, έκθεση, σύνθεση, διάθεση, σκληραίνω, μετριάζω, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
Переклади: χαρακτήρας, οργή, έκθεση, σύνθεση, διάθεση, σκληραίνω, μετριάζω, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα